- ἀπέπλευσε
- ἀποπλέωsail awayaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αδρίας — I Αρχαία ονομασία της Αδριατικής θάλασσας. Λεγόταν επίσης και ΑδριακόςΑδριατικόν. Ο Ηρόδοτος αναφέρει (Α 163) πως οι Φωκαείς, οι πρώτοι από τους Έλληνες που έκαναν μακρινά ταξίδια, έφτασαν πρώτοι στην Αδριατική: «...Τον τε Αδρίην και την Ιβηρίην … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
πολύδωρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ο μικρότερος γιος του Πρίαμου και της Λαοθόης, που κατά τον Όμηρο σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα. Ο Ευρυπίδης στην Εκάβη τον αναφέρει ως γιο του Πρίαμου και της Εκάβης που σκοτώθηκε από τον Πολυμήστορα,… … Dictionary of Greek
Αλβάρεζ, Καμπράλ-Πέντρο — (Cabral Pedro Alvarez, 1467; – περ. 1520). Πορτογάλος θαλασσοπόρος. Τo 1500, επικεφαλής ναυτικής μοίρας, απέπλευσε για την Αμερική. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, έφτασε στις ακτές της σημερινής Βραζιλίας, της οποίας εξερεύνησε ένα τμήμα και… … Dictionary of Greek
Αραπάκης, Πέτρος — (Χαριά Μάνης 1879 – Ατλαντικός 1911). Θαλασσοπόρος, εγγονός του αγωνιστή του 1821 Ηλία Αραπάκη. Πήρε μέρος σε πολλές ριψοκίνδυνες θαλασσοπορίες. Τον Μάιο του 1910, μαζί με τον Άγγλο Τζον Μπλέιθ, απέπλευσε από τη Μελβούρνη της Αυστραλίας με το… … Dictionary of Greek
Αφέται — Λιμάνι της αρχαιότητας στον Παγασητικό κόλπο, στην άκρη της χερσονήσου της Μαγνησίας. Η ακριβής του θέση δεν είναι γνωστή. Κατά τον Στράβωνα, από εκεί απέπλευσε η Αργώ, γιατί στο λιμάνι αυτό εγκατέλειψαν οι αργοναύτες τον Ηρακλή. Το ίδιο… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γκάμα, Βάσκο ντα- — (Vasco da Gama, Σίνες, Μπάιχο Αλεντέζο 1469; – Κοτσίν, Ινδία 1524). Πορτογάλος θαλασσοπόρος. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών, αλλά από νεαρή ηλικία ακολούθησε σταδιοδρομία ναυτικού. Πήρε μέρος σε μερικές πορτογαλικές εξερευνητικές αποστολές κατά … Dictionary of Greek
Έλλης, ναυμαχία της- — Η πρώτη σύγκρουση μεταξύ ελληνικού και τουρκικού στόλου κατά τον Α’ Βαλκανικό πόλεμο (1912 13), με την οποία εξασφαλίστηκε η ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο και διευκολύνθηκαν οι χερσαίες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ο ελληνικός στόλος, υπό τον… … Dictionary of Greek
Έρικ ο Ερυθρός — (940 – 1010 μ.Χ.). Νορβηγός θαλασσοπόρος. Έφυγε γύρω στο 950 μ.Χ. με τον πατέρα του από τη Νορβηγία και εγκαταστάθηκε στην Ισλανδία. Λόγω βεντέτας, αποφασίστηκε η εξορία του· απέπλευσε το 985 από την Ισλανδία και έφτασε στις δυτικές ακτές της… … Dictionary of Greek